- πυνθάνῃ
- πυνθάνομαιlearnpres subj mp 2nd sgπυνθάνομαιlearnpres ind mp 2nd sgπυνθάνομαιlearnpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυνθάνηι — πυνθάνῃ , πυνθάνομαι learn pres subj mp 2nd sg πυνθάνῃ , πυνθάνομαι learn pres ind mp 2nd sg πυνθάνῃ , πυνθάνομαι learn pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
που — (I) και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α (αόρ. εγκλιτ. επίρρ.) 1. κάπου, σε κάποιο τόπο («ἐμβαλεῑν που τῆς χώρας», Ξεν.) 2. σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή ἀπειρία πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», Θουκ.) 3. (με αριθμτ.) περίπου, πάνω κάτω («ἔτεα… … Dictionary of Greek